- κορδυβαλλῶδες
- κορδῠβαλλῶδες πέδον, τό, Luc. Trag.223, said to be for κορδυλοβαλλῶδες ([etym.] κορδύλη, βάλλω), aA beaten floor.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορδυβαλλώδης — ῶδες (Α) (μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες) ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη*, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κορδυλο βαλλ ώδης < κορδύλη + βάλλ ω + κατάλ. ώδης η σίγηση τού λο με… … Dictionary of Greek